Χειρώνειος

From LSJ
Revision as of 18:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χειρώνειος Medium diacritics: Χειρώνειος Low diacritics: Χειρώνειος Capitals: ΧΕΙΡΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: Cheirṓneios Transliteration B: Cheirōneios Transliteration C: CHeironeios Beta Code: *xeirw/neios

English (LSJ)

ον,

   A of or from Cheiron, X. ἕλκος a sore like Cheiron's or needing his aid, a malignant sore, Zen.6.46, Gal.10.1006, Alex.Aphr.Pr.1.92, Hierocl.in CA14p.451M.    II πάνακες Χειρώνειον, elecampane, Inula Helenium, Thphr.HP9.11.1, Plin.HN 25.32.    2 Cheiron's all-heal, Hypericum olympicum, Dsc.3.50.    III X. ῥίζα, = ἄμπελος ἀγρία, bryony, Gal.14.186.

Greek (Liddell-Scott)

Χειρώνειος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Χείρωνα, Χ., ἕλκος, ἕλκος οἷον τὸ τοῦ Χείρωνος ἢ τὸ ἔχον ἀνάγκην τῆς βοηθείας καὶ θεραπείας αὐτοῦ, ἕλκος διαβιβρῶσκον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 92, Παροιμιογρ.· πάνακες Χειρώνειον, εἶδος κενταυρίου, (ἢ gentiana) ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰατρικῇ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, Διοσκ. 3. 56· οὕτω, Χείρωνος ῥίζα, Νικάν. Θηρ. 500· καὶ Χειρωνιάς, άδος, ἡ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 8· - ἀλλά, Χειρωνεία ῥίζα εἶναι ἡ βρυωνία, Γαλην., κλπ.