διάτοιχος

From LSJ
Revision as of 19:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτοιχος Medium diacritics: διάτοιχος Low diacritics: διάτοιχος Capitals: ΔΙΑΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: diátoichos Transliteration B: diatoichos Transliteration C: diatoichos Beta Code: dia/toixos

English (LSJ)

ον,

   A extending through the width of the wall, ὑπερτόναια ξύλινα δ. IG22.463.57.    II Subst. διάτοιχος (sc. λίθος), ὁ, bonding course or stone, ib.11(2).144 A 57,97 (Delos, iv B. C.), 199 C 32 (iii B. C.), Milet.7.56,57 (pl.), cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
arq.
I que se extiende a lo largo de un muro ὑπερτόναια ξύλινα IG 22.463.57 (IV a.C.).
II subst. ὁ δ.
1 perpiaño, sillar que atraviesa toda una pared o que se extiende de una pared a otra, IG 11(2).144A.85 (Delos IV a.C.), 199C.32 (III a.C.), Didyma 25A.21, B.19 (III a.C.), SEG 35.1095.6 (Dídima II a.C.), Hsch.
2 muro transversal, IG 11(2).139d.3, 144A.57, 97, 106 (ambas Delos IV a.C.).

Greek Monolingual

διάτοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτείνεται κατά πλάτος του τοίχου
2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτοιχος (ενν. λίθος)
λίθος που συνδέει δύο τοίχους ή που εκτείνεται από τον ένα τοίχο ώς τον άλλο.