δίμορφος
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A two-formed, Lyc.111,892; of twin form, Vett. Val.13.3; androgynous, D.S.32.12.
German (Pape)
[Seite 631] doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δίμορφος: -ον, δύο μορφὰς ἔχων, Λυκόφρ. 111, 892· ἀνδρογύνης, ἑρμαφρόδιτος, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 522.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 biforme ref. a anim. y seres míticos o fabulosos de naturaleza mixta Μίνω γόνος del Minotauro, mitad hombre y mitad toro, E.Fr.Phot.34, δράκων de Erecteo, monstruo c. cabeza de hombre y cuerpo de serpiente, Lyc.111, θεός de Tritón, mitad hombre y mitad pez, Lyc.892, cf. Corn.ND 22, θηρίον de la esfinge, D.S.4.64, ζῷα κητώδη χερσαῖα καὶ δίμορφα de anim. no identificados de Arabia, D.S.2.54, τραγέλαφοι καὶ βούβαλοι καὶ ἄλλα γένη δίμορφα ζῴων D.S.2.51
•de Dioniso, diversamente interpretado, D.S.4.5, cf. Orph.H.30.3
•cóm. ref. Sócrates Com.Adesp.386 (pero v. διάμορφος II 2).
2 doble del signo de Piscis, Vett.Val.12.20, δύναμις Dam.in Prm.198
•subst. τὸ δ. forma doble, figura doble de la representación de Jano en las monedas, Plu.2.274f.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές
2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις
αρχ.
ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος.
Russian (Dvoretsky)
δίμορφος: имеющий двойную форму, двуобразный Diod., Plut.