δυσηκοΐα
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ἡ, A hardness of hearing, Dsc.5.17, Plu.2.1073d, Vett.Val.109.31; disobedience, Plu.2.794d.
German (Pape)
[Seite 680] ἡ, 1) schweres Gehör, Harthörigkeit, Plut. adv. St. 29. – 2) Ungehorsam, neben ἀπείθεια Plut. an seni 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσηκοΐα: ἡ, ἡ δυσκολία περὶ τὴν ἀκοήν, Πλούτ. 2. 794D· παρακοή, ἀπείθεια, 1073Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 dureté de l’ouïe;
2 fig. indocilité.
Étymologie: δυσήκοος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 medic. mala audición, disecia, sordera πρὸς δυσηκοΐαν de recetas, Dsc.5.17, τὰ πρὸς δυσηκοΐας καὶ κωφώσεις γεγραμμένα Archig. en Gal.12.655, ἀκοὴ νοσώδης ὑπὸ κενῶν ἤχων δυσηκοΐας καὶ ἀσαφείας ἐμπέπλησται Plu.2.1073d, cf. Gal.12.650, 651, 17(2).611, Vett.Val.104.16, Alex.Trall.2.75.29, Paul.Aeg.3.23.3, Cyran.2.21.13.
2 fig. falta de atención, desinterés por oír ἀπείθεια καὶ δ. de los jóvenes ante los oradores, Plu.2.794d.
Greek Monolingual
η (AM δυσηκοΐα)
βαρυκοΐα
αρχ.
ανυπακοή, απείθεια.
Russian (Dvoretsky)
δυσηκοΐα: ἡ
1) слабый слух, тугоухость Plut.;
2) непослушание, непокорность Plut.