δακτυλότριπτος

From LSJ
Revision as of 17:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλότριπτος Medium diacritics: δακτυλότριπτος Low diacritics: δακτυλότριπτος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΤΡΙΠΤΟΣ
Transliteration A: daktylótriptos Transliteration B: daktylotriptos Transliteration C: daktylotriptos Beta Code: daktulo/triptos

English (LSJ)

ον,    A worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
usé par les doigts.
Étymologie: δάκτυλος, τρίβω.

Spanish (DGE)

(δακτῠλότριπτος) -ον
usado, gastado por los dedos, ἄτρακτος AP 6.247 (Phil.).

Greek Monolingual

δακτυλότριπτος, -ον (Α)
ο τριμμένος με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -τριπτος < τρίβω.

Greek Monotonic

δακτῠλότριπτος: -ον (τρίβω), αυτός που στρίβεται με τα δάχτυλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλότριπτος: стертый пальцами, т. е. стершийся от долгого употребления (ἄτρακτος Anth.).

Middle Liddell

δάκτυλος, τρίβω
worn by fingers, Anth.