δυσπάλαμος

From LSJ
Revision as of 19:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάλᾰμος Medium diacritics: δυσπάλαμος Low diacritics: δυσπάλαμος Capitals: ΔΥΣΠΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: dyspálamos Transliteration B: dyspalamos Transliteration C: dyspalamos Beta Code: duspa/lamos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,    A hard to struggle with, δόλοι θεῶν A.Eu.847 (lyr.); hard to beat, περὶ τὴν τέχνην Tz. ap. Suid. s.v. Λυκόφρων.    II helpless: Adv. δυσπαλάμως, ὀλέσθαι to perish helplessly, A.Supp.867 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 686] (παλάμη). 1) wer sich nicht zu helfen weiß, rathlos; δυσπαλάμως ὄλοιο Aesch. Suppl. 847. – 2) der sich auf schlimme Kunstgriffe versteht, Hesych. κακότεχνον; so δόλοι Aesch. Eum. 809; – 840 aber = heillos.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάλᾰμος: -ον, δυσκαταπάλαιστος, δυσκατάβλητος, δυσκατανίκητος, ὡς τὸ ἀπάλαμος, δόλοι θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. ΙΙ. ἀδαής, ἀδέξιος, περί τι Τζέτζ. - Ἐπίρρ. δυσπαλάμως ὀλέσθαι, ἄνευ ἐλπίδος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 867.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, παλάμη.

Spanish (DGE)

(δυσπάλᾰμος) -ον

• Prosodia: [-πᾰ-]
I 1difícil de combatir, ineluctable θεῶν ... δόλοι A.Eu.847, 880.
2 poco diestro ἀνήρ Tz.Ep.21.
II adv. -ως de manera ineluctable ὀλέσθαι A.Supp.867.

Greek Monolingual

δυσπάλαμος, -ον (AM)
μσν.
αδέξιος
αρχ.
αυτός που δύσκολα καταβάλλεται.

Greek Monotonic

δυσπάλᾰμος: -ον (πᾰλάμη), ακατανίκητος, ακαταμάχητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάλᾰμος: (πᾰ) Aesch. = δυσπάλαιστος.

Middle Liddell

δυσ-πάλᾰμος, ον [πᾰλάμη]
hard to conquer, Aesch.