κωπήλατος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ον,
A formed like an oar, dub.in Hsch. (κωπῆλα cod.).
German (Pape)
[Seite 1546] bei Hesych. κωπαιώδης, μακρός erkl., also ruderförmig gestreckt.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κωπήλατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος»)
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος, τροχ-ήλατος. Το -η-λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].