πολύσωρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A rich in heaps of corn, of Demeter, AP6.258 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 674] mit vielen od. großen Getreidehaufen, Beiname der Demeter, Add. 1 (VI, 258).
Greek (Liddell-Scott)
πολύσωρος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθόνους σωροὺς σίτου, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ἀνθ. Π. 6. 258.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fournit d’abondants monceaux (de blé).
Étymologie: πολύς, σωρός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που έχει πολλούς ή μεγάλους σωρούς σιτηρών.
Greek Monotonic
πολύσωρος: -ον, πλούσιος σε σωρούς σιταριού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύσωρος: богатый грудами хлеба, изобилующий зерном (Δημήτηρ Anth.).