χρυσοστεφής
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ές, = foreg., γέρας meed
A of a golden crown, S. Ichn.45, cf. PMag.Par.1.2271; winner of a golden crown, PLond.3.1243.4 (iii A. D.).
Spanish
Greek Monolingual
-ές, Α
στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -στεφής (< στέφος τὸ < στέφω), πρβλ. λευκο-στεφής].