κροκονητική

From LSJ
Revision as of 18:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκονητική Medium diacritics: κροκονητική Low diacritics: κροκονητική Capitals: ΚΡΟΚΟΝΗΤΙΚΗ
Transliteration A: krokonētikḗ Transliteration B: krokonētikē Transliteration C: krokonitiki Beta Code: krokonhtikh/

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, (

   A κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt.283a.

German (Pape)

[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.

Greek Monolingual

κροκονητική, ἡ (Α)
η τέχνη της κλώσης του υφαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «υφάδι» + -νητική (< νέω [II] «κλώθω»), πρβλ. στημονο-νητική].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκονητική -ῆς, ἡ [κρόκη, νέω] de kunst van het spinnen van de inslagdraad.

Russian (Dvoretsky)

κροκονητῐκή: ἡ (sc. τέχνη) искусство прядения утка Plat.