πρόσευγμα

From LSJ
Revision as of 21:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσευγμα Medium diacritics: πρόσευγμα Low diacritics: πρόσευγμα Capitals: ΠΡΟΣΕΥΓΜΑ
Transliteration A: próseugma Transliteration B: proseugma Transliteration C: prosevgma Beta Code: pro/seugma

English (LSJ)

ατος, τό,    A votive offering upon the statue of a god, Eub. 96.

German (Pape)

[Seite 763] τό, das Flehen zu einer Gottheit; insbesondere ein Weihgeschenk, das nach einem Gelübde der Bildsäule eines Gottes angehängt ist, Ἑρμῆς, ὃν προσεύγμασιν ἐν τῷ κυλικείῳ λαμπρὸν ἐκτετριμμένον, Eubul. bei Ath. XI, 460 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσευγμα: τό, προσφορά, ἀφιέρωμα, ἀνάθημα κατὰ προηγηθεῖσαν εὐχὴν (τάξιμον) εἰς τὸ ἄγαλμα θεοῦ τινος, Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ ἢ Διονύσῳ» 2· πρβλ. κάτευγμα.

Greek Monolingual

-εύγματος, τὸ, Α προσεύχομαι
αφιέρωμα που τοποθετούσε στο άγαλμα θεού ο πιστός πριν από την προσευχή.