καρτεροβρόντης

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτεροβρόντης Medium diacritics: καρτεροβρόντης Low diacritics: καρτεροβρόντης Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΒΡΟΝΤΗΣ
Transliteration A: karterobróntēs Transliteration B: karterobrontēs Transliteration C: karterovrontis Beta Code: karterobro/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A thundering mightily, Pi.Fr.155.

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, gewaltig donnernd, Zeus, Pind. frg. 127 b. Ath. V, 191 f.

Greek (Liddell-Scott)

καρτεροβρόντης: -ου, ὁ, ὁ κρατερῶς, ἰσχυρῶς βροντῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 127. 2.

Greek Monolingual

καρτεροβρόντης, ὁ (Α)
αυτός που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -βρόντης (< βροντή < βρέμω «βροντώ»)].