κατωνακοφόρος

From LSJ
Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωνᾰκοφόρος Medium diacritics: κατωνακοφόρος Low diacritics: κατωνακοφόρος Capitals: ΚΑΤΩΝΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: katōnakophóros Transliteration B: katōnakophoros Transliteration C: katonakoforos Beta Code: katwnakofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing the κατωνάκη, name of slaves at Sicyon, Theopomp.Hist.172.

German (Pape)

[Seite 1407] der eine κατωνάκη trägt; so hießen nach Theopomp. bei Ath. VI, 271 d die Sklaven der Sicyonier, die er mit den ἐπευνάκτοις der Spartaner vergleicht.

Greek (Liddell-Scott)

κατωνᾰκοφόρος: -ον, φορῶν τὴν κατωνάκην, ὄνομα τῶν δούλων ἐν Σικυῶνι, Θεόπομπ. Ἱστ. 195, Μοῖρις.

Greek Monolingual

-ον (Α)
(ονομ. δούλων στη Σικυώνα) αυτός που φορά κατωνάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατωνάκη + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, πυρ-φόρος.