καταχωνεύω
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
A melt down, D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον poured molten gold down his throat, App.Mith.21.
Greek (Liddell-Scott)
καταχωνεύω: χωνεύω, κατατήκω, χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4· τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.· τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον, ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ στόμα του, Ἀππ. Μιθρ. 21.
French (Bailly abrégé)
jeter en fonte, fondre.
Étymologie: κατά, χωνεύω.
Greek Monolingual
(AM καταχωνεύω)
νεοελλ.
καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω
Greek Monotonic
καταχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, τήκω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
καταχωνεύω: переплавлять, расплавлять (χρυσίδας Dem.; τοὺς ἀνδριάντας εἰς ἀμίδας Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χωνεύω laten smelten.