κοπροφόρος
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
ον,
A carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.
Greek Monolingual
κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριά («κόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κοπροφόρος: служащий для переноски навоза (κόφινος Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.
Middle Liddell
κοπρο-φόρος, ον φέρω
carrying dung; κόφινος κ. a dung- basket, Xen.