κονυζίτης

From LSJ
Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονυζίτης Medium diacritics: κονυζίτης Low diacritics: κονυζίτης Capitals: ΚΟΝΥΖΙΤΗΣ
Transliteration A: konyzítēs Transliteration B: konyzitēs Transliteration C: konyzitis Beta Code: konuzi/ths

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, wine

   A flavoured with κόνυζα, Dsc.5.53, Gp.8.10.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, οἶνος, mit κόνυζα abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κονυζίτης: οἶνος, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μὲ κόνυζαν, Διοσκ. 5. 63.

Greek Monolingual

κονυζίτης, ὁ (ΑM)
(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θαλασσ-ίτης, ρητιν-ίτης)].