λυσσομανής

From LSJ
Revision as of 09:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσομᾰνής Medium diacritics: λυσσομανής Low diacritics: λυσσομανής Capitals: ΛΥΣΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: lyssomanḗs Transliteration B: lyssomanēs Transliteration C: lyssomanis Beta Code: lussomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A raving mad, AP11.232 (Call. Arg.); πλόκαμοι ib.6.219 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσομᾰνής: -ές, ὁ λυσσηδὸν μαινόμενος, Ἀνθ. Π. 11. 232· πλόκαμοι αὐτόθι 6. 219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 enragé, furieux;
2 qui appartient à une personne furieuse.
Étymologie: λύσσα, μαίνομαι.

Greek Monolingual

-ές (Α λυσσομανής, -ές)
μανιώδης, λυσσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μανής].

Greek Monotonic

λυσσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη ορμή, λυσσασμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυσσομᾰνής:
1) яростный, страшный в своей ярости (κακόν Anth.);
2) развевающийся как у безумного (πλόκαμοι Anth.).

Middle Liddell

λυσσο-μᾰνής, ές μαίνομαι
raging mad, Anth.