κτεανισμός

From LSJ
Revision as of 09:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτεᾰνισμός Medium diacritics: κτεανισμός Low diacritics: κτεανισμός Capitals: ΚΤΕΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kteanismós Transliteration B: kteanismos Transliteration C: kteanismos Beta Code: kteanismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A getting wealth, Man.4.41 (pl.). (Fort. κτεατ-.)

German (Pape)

[Seite 1517] ὁ, Besitz, Man. 4, 41; man vermuthet κτεατισμός.

Greek Monolingual

κτεανισμός ή κτεατισμός, ὁ (Α)
απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. του τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση της λ. κτέανον.