μεταξωτός
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ή, όν, (μέταξα) A of silk, ὕφασμα Hdn.Epim.125.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μεταξωτός, -ή, -όν) μέταξα
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μετάξι, ο μετάξινος ή μεταξένιος («μεταξωτό μαντίλι»
2. το ουδ. ως ουσ. το μεταξωτό(ν)
ύφασμα ή ένδυμα από μετάξι («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) απαλός, τρυφερός, λείος
β) φιλάσθενος, μη μού άπτου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταξωτά
μτφ. το χακί, η στολή του στρατιωτικού.