μετοικοδομέω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A build differently, Plu.Caes.51; build elsewhere, τὰς νεοσσιάς Arr.Epict.3.24.6.
German (Pape)
[Seite 161] umbauen, anders wohin bauen, οἰκίαν, Plut. Caes. 51; Arr. Ep. 3, 24, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικοδομέω: οἰκοδομῶ, κτίζω κατὰ διάφορον τρόπον, Πλουτ. Καῖσ. 51, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bâtir ailleurs.
Étymologie: μετά, οἰκοδομέω.
Greek Monotonic
μετοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω με διαφορετικό τρόπο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετοικοδομέω: перестраивать, строить на другом месте (οἰκίαν Plut.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to build differently, Plut.