παραδειγματισμός

From LSJ
Revision as of 15:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδειγμᾰτισμός Medium diacritics: παραδειγματισμός Low diacritics: παραδειγματισμός Capitals: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: paradeigmatismós Transliteration B: paradeigmatismos Transliteration C: paradeigmatismos Beta Code: paradeigmatismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A making an example of, pointing out to public shame, Plb.15.20.5, 30.8.8, LXX 3 Ma.7.14, D.S.34.9, Ptol. Tetr.154; esp. of military reprimand, Plb.6.38.4.

German (Pape)

[Seite 476] ὁ, die Handlung, wenn ein öffentliches Beispiel, bes. ein Strafbeispiel gegeben wird, exemplarische Bestrafung, Pol. 15, 20, 5. 30, 8, 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραδειγμᾰτισμός: ὁ, παραδειγματικὴ τιμωρία δημοσίως γινομένη ἥτις νὰ χρησιμεύῃ ὡς παράδειγμα εἰς τοὺς ἄλλους, Πολύβ. 15. 20, 5., 30. 8, 8· στρατιωτικὴ ἐπιτίμησις, 6. 38, 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ παραδειγματίζω
1. το να δίνει κανείς το παράδειγμα σε άλλους ή το να διδάσκεται από το παράδειγμα τών άλλων
2. η τιμωρία που επιβάλλεται για σωφρονισμό, καθώς και ο σωφρονισμός που επιτυγχάνεται με την τιμωρία.

Russian (Dvoretsky)

παραδειγμᾰτισμός: ὁ примерное наказание Polyb.