πενταθλεύω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A practise the πένταθλον, Xenoph.2.2 :—also πενταθλ-έω, ib. 16, Paus.6.14.13, Artem. 1.57.
German (Pape)
[Seite 556] ein πένταθλος sein, sich im Fünfkampf üben, Xenophan. Coloph. bei Ath. X, 413 f.
Greek (Liddell-Scott)
πενταθλεύω: ἀγωνίζομαι τὸ πένταθλον, Ξενοφάν. 2. 2 (παρ’ Ἀθην. 413F): ― οὕτω πενταθλέω. αὐτόθι 2. 16· ὃς τὸν Ἠλεῖον· Τισαμενὸν πεντεθλοῦντα ἐν Ὀλυμπίᾳ κατεπάλαισε Παυσ. 6. 14, 13.
Greek Monolingual
και πενταθλῶ, -έω, Α πένταθλος
αγωνίζομαι στο πένταθλο, συμμετέχω στα αγωνίσματα του πεντάθλου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενταθλεύω en πενταθλέω [πένταθλον] de vijfkamp beoefenen.