πολυαλγής
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ές, A very painful, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 1.112, Orph.H.67.2.
German (Pape)
[Seite 659] ές, sehr schmerzend, Orph. H. 66, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλγής: -ές, λίαν ἀλγεινός, Ὀρφ. Ὕμν. 66, 2, Χρησμ. Σιβ. 4. 9.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που προξενεί πολύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. βαρυ-αλγής].