προαφικνέομαι
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A arrive first, Th.4.2, 8.100, J.AJ2.7.4.
German (Pape)
[Seite 709] (s. ἱκνέομαι), vorher ankommen, Thuc. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προαφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω πρῶτος, Θουκ. 4. 2., 8. 100.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
parvenir auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφικνέομαι.
Greek Monotonic
προαφικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αποθ., φτάνω πρώτος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προᾰφικνέομαι: раньше или уже приходить (ἤδη προαφῖκτο ἐς Σικελίαν Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αφικνέομαι eerder aankomen.