προσεπιτάσσω

From LSJ
Revision as of 19:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιτάσσω Medium diacritics: προσεπιτάσσω Low diacritics: προσεπιτάσσω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΤΑΣΣΩ
Transliteration A: prosepitássō Transliteration B: prosepitassō Transliteration C: prosepitasso Beta Code: prosepita/ssw

English (LSJ)

Att. προσεπιτάττω,    A enjoin besides, D.C.72.2, v.l. in Isoc.6.39:—Med., take one's appointed post, Plb.1.50.7.

German (Pape)

[Seite 762] att. -ττω, noch dazu anordnen, anbefehlen, auferlegen; Isocr. 6, 39, v. l.; im med., Pol. 1, 50, 7.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιτάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτάσσω προσέτι, Δίων Κ. 72. 2, διάφ. γρ., Ἰσοκρ. 123D. ― Μέσ., λαμβάνω τὴν ὡρισμένην θέσιν μου, Πολύβ. 1. 50, 7.

French (Bailly abrégé)

ordonner en outre;
Moy. προσεπιτάσσομαι se rendre au poste assigné.
Étymologie: πρός, ἐπιτάσσω.

Greek Monolingual

Α ἐπιτάσσω
1. επιβάλλω κάτι επί πλέον σε κάποιον
2. μέσ. προσεπιτάσσομαι
παίρνω στη συνέχεια την καθορισμένη θέση μου.

Russian (Dvoretsky)

προσεπιτάσσω: атт. προσεπιτάττω
1) сверх того поручать, предписывать (Isocr. - v. l. к προστάττω);
2) med. занимать или вступать в назначенную должность Polyb.