καταστομίζω

From LSJ
Revision as of 08:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστομίζω Medium diacritics: καταστομίζω Low diacritics: καταστομίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: katastomízō Transliteration B: katastomizō Transliteration C: katastomizo Beta Code: katastomi/zw

English (LSJ)

   A v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.

French (Bailly abrégé)

fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.

Greek Monolingual

καταστομίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, του κλείνω το στόμα, αποστομώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στομίζω (< στόμα), πρβλ. εν-στομίζω, επι-στομίζω].

Russian (Dvoretsky)

καταστομίζω: заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).