κιονηδόν
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Adv., (κίων) A like a pillar, γράφειν κ., i.e. in verticallines from top to bottom, Sch.D.T.pp.183,191 H.
German (Pape)
[Seite 1441] nach Säulenart, γράφεται, B. A. p. 787, 24.
Greek (Liddell-Scott)
κῑονηδόν: ἐπίρρ. (κίων) «γράφεται κιονηδόν, δίκην κίονος· ἤτοι παραλλήλως κατὰ γραμμὴν» Α. Β. 787, 24.
Greek Monolingual
κιονηδόν (Α)
επίρρ.
1. σαν κίονας
2. φρ. «γράφω κιονηδόν» — γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον- (του κίων) + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ-ηδόν, κλιμακ-ηδόν].