Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελάμφυλλος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμφυλλος Medium diacritics: μελάμφυλλος Low diacritics: μελάμφυλλος Capitals: ΜΕΛΑΜΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: melámphyllos Transliteration B: melamphyllos Transliteration C: melamfyllos Beta Code: mela/mfullos

English (LSJ)

ον,

   A dark-leaved, δάφνα Anacr. 78 (= 92 Diehl, perh. pr. n.); δάφναι Theoc.Ep.1.3; κισσός D.P.573; of places, dark with leaves, Αἴτνας κορυφαί Pi.P.1.27; γῆ S.OC 482; ὄρη Ar.Th.997 (lyr.).    II as Subst. μελάμφυλλον, τό, = ἄκανθος, Dsc.3.17, Gal.11.818.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzblätterig, mit dunklem Laube, dichtbelaubt, Αἴτνας μελαμφύλλοις κορυφαῖς, Pind. P. 1, 27; γῆ, Soph. O. C. 483, schattig; ὄρη, Ar. Th. 997; sp. D., wie D. Per. 573; – τὸ μελάμφυλλον, eine Pflanze, Bärenklau, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα, μαῦρα φύλλα, δάφνα Ἀνακρ. 82· κισσὸς Διον. Π. 573· ἐπὶ τόπων, δασύς, σύσκιος, κατάσκιος ἐκ τῶν φύλλων, Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 53· γῆ Σοφ. Ο. Κ. 482· ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 997. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μελάμφυλον, τό, = ἄκανθος, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 3. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage sombre.
Étymologie: μέλας, φύλλον.

English (Slater)

μελάμφυλλος, -ον
   1 dark with foliage Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς (P. 1.27)

Greek Monolingual

μελάμφυλλος, -ον (Α)
βλ. μελανόφυλλος.

Greek Monotonic

μελάμφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή σκιά από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελάμφυλλος: покрытый темной листвой (Αἴτνας κορυφαί Pind.; γῆ Soph.; ὄρη Arph.).

Middle Liddell

μελάμ-φυλλος, ον φύλλον
dark-leaved, Anacr.: of places, dark with leaves, Pind., Soph.