μυλλός
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
(A), ή, όν,
A awry, crooked, Hsch. (parox.); squint-eyed, Eust.906.54.
μύξᾰ (A), ἡ, (μύσσομαι)
A discharge from the nose, = Att. κόρυζα, Hes.Sc.267 (pl.), Hippon.60, Hp.Vict.3.70 (pl.): generally, mucus, mucous discharge, Id.Prorrh.2.23, Aph.5.45; synovial fluid, Id.Loc. Hom.7; slime of certain fish, Arist.HA621b8; of snails, Gal.12.322. II = μυκτήρ, Ar.Fr.820: pl., S.Fr.89. 2 lamp-wick, Arat.976, Call.Epigr.56, PGrenf.2.111.25 (v/vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 217] mit verzerrten Lippen, verrenkten Kinnbacken, übh. verzogen, verrenkt, VLL., Eust. 906, 54. ὁ, sicilisch, die weibliche Scham, Ath. XIV, 647 a.
Greek (Liddell-Scott)
μυλλός: -όν, «μυλλόν· καμπύλον, σκολίον, κυλλόν. στρεβλὸν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
aux lèvres tombantes ou épaisses.
Étymologie: μύλλα.
2οῦ (ὁ) :
sorte de gâteau au sésame et au miel.
Étymologie: mot sicilien.
3οῦ (ὁ) :
pudenda muliebria.
Étymologie: μυλλός².
Greek Monolingual
(I)
μυλλός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν
καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν»
2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ. απομακρύνεται αρκετά από τη σημ. «χείλος»].
(II)
μυλλός, ὁ (Α)
είδος πλακούντα που παρασκεύαζαν κατά τα Θεσμοφόρια με σουσάμι και μέλι σε σχήμα γυναικείου εφηβαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μύλλω «συντρίβω, συνουσιάζομαι» (πρβλ. μυλλάς), που συνδέεται πιθ. και με τη λ. μύλλον «χείλος», λόγω της μορφικής συσχέτισης του με το γυναικείο αιδοίο].