προικιμαῖος

From LSJ
Revision as of 18:53, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικῐμαῖος Medium diacritics: προικιμαῖος Low diacritics: προικιμαίος Capitals: ΠΡΟΙΚΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: proikimaîos Transliteration B: proikimaios Transliteration C: proikimaios Beta Code: proikimai=os

English (LSJ)

α, ον,    A gratuitous, κτῆσις D.C.47.17.    2 belonging to a dowry, πράγματα POxy.126.17 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 725] was umsonst ist od. nicht bezahlt wird, Sp., wie D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

προικῐμαῖος: -α, -ον, (προὶξ) ὁ δωρεὰν διδόμενος, ὁ διδόμενος ὡς προίξ, κτῆσις Δίων Κ. 47. 17.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που προσφέρεται δωρεάν
2. ο σχετικός με την προίκα, προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπ-ιμαῖος)].