συμμολύνω

From LSJ
Revision as of 23:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμολύνω Medium diacritics: συμμολύνω Low diacritics: συμμολύνω Capitals: ΣΥΜΜΟΛΥΝΩ
Transliteration A: symmolýnō Transliteration B: symmolynō Transliteration C: symmolyno Beta Code: summolu/nw

English (LSJ)

[ῡ],    A defile or disgrace together, ἑαυτὸν καὶ τὴν αἵρεσιν Phld.Herc.1289p.60V.:—Pass., LXX Da.1.8, Iamb.Comm.Math.4.

German (Pape)

[Seite 983] mit od. zugleich beflecken, besudeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμολύνω: [ῡ], μολύνω ἐπίσης, ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.