ποικιλόφωνος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον,
A with varied tones, στίχα λαιμῶν Nonn.D.2.510; ἀηδών Tz.ad Hes. Op.201; κιθάρα Sch.Pi.O.3.11: metaph., = ποικιλόμυθος, Clearch. 26.
German (Pape)
[Seite 650] von mannichfacher, kunstreicher Stimme, mannichfach singend, tönend; Ath. VI, 258 a; = ποικιλόμυθος, Schol. Pind. Ol. 3, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόφωνος: -ον, ὁ ποικίλως φωνῶν, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, ἀηδὼν Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201: ― μεταφ., = ποικιλόμυθος, Ἀθήν. 258Α.
Greek Monolingual
–η, -ο / ποικιλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους
μσν.-αρχ.
μτφ. ποικιλόμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ- φωνος].