ἔπαθλον

From LSJ
Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαθλον Medium diacritics: ἔπαθλον Low diacritics: έπαθλον Capitals: ΕΠΑΘΛΟΝ
Transliteration A: épathlon Transliteration B: epathlon Transliteration C: epathlon Beta Code: e)/paqlon

English (LSJ)

τό,

   A prize of a contest, mostly in pl., E.Ph.52, etc.; τὰ ἔ. τοῦ πολέμου Plu.Flam.15; rewards, ἀρετῆς D.S.28.4, cf. OGI455.3 (Aphrodisias, M.Antonius), Hdn.1.17.11; οὐδ' ἐπὶ σαφέσι τοῖς ἐ. not even if the advantages (of taking an emetic) were obvious, Archig. ap.Orib.8.23.2: also in sg., δοὺς ἑκάστῳ τὸ ὑπὲρ τῆς φιλοπονίας ἔ. Inscr.Prien.113.31 (i B. C.); προτιθεμένου ἐ. τῷ λύσαντι γαμεῖν τὴν Ἰοκάστην D.S.4.64; ἔ. πόνων Plu.Cor.23.

German (Pape)

[Seite 894] τό, Kampfpreis, Eur. Phoen. 52; τοῦ πολἐμου u. ä., Plut. Flamin. 12; Hdn. 1, 17, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαθλον: τό, ἆθλον, βραβεῖον ἀγῶνος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ πληθ., καὶ σκῆπτρ’ ἔπαθλα τῆσδε λαμβάνει χθονὸς Εὐρ. Φοίν. 52, κτλ.· τὰ ἔπ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Φλαμ. 15· ἀμοιβαί, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b. 3, κ. ἀλλ. ― Κατὰ Πολυδ. (Γ΄, 143) «καὶ τὰ μὲν ὀνομαζόμενα ὑπὸ τῶν πολλῶν ἔπαθλα ἆθλα καλοῖτ’ ἄν».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prix de la lutte.
Étymologie: ἐπί, ἆθλον.

Greek Monotonic

ἔπαθλον: τό, βραβείο αγώνα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαθλον: τό досл. награда победителям в состязании, перен. награда (τοῦ πολέμου Plut.): ἔπαθλά τι λαμβάνειν Eur. получить что-л. в награду.

Middle Liddell

ἔπ-αθλον, ου, τό,
the prize of a contest, Plut.