στροφοδινέομαι
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
Pass., A wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, A.Ag.51 (anap.): cf. στρεφεδινέω.
Greek (Liddell-Scott)
στροφοδῑνέομαι: Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. στρεφεδινέω.
Greek Monotonic
στροφοδῑνέομαι: (δινέω), Παθ., κυλώ περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη φωλιά τους, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen.
Middle Liddell
στροφο-δῑνέομαι, δινέω
Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.