τετράθυρος

From LSJ
Revision as of 20:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰθῠρος Medium diacritics: τετράθυρος Low diacritics: τετράθυρος Capitals: ΤΕΤΡΑΘΥΡΟΣ
Transliteration A: tetráthyros Transliteration B: tetrathyros Transliteration C: tetrathyros Beta Code: tetra/quros

English (LSJ)

ον,

   A with four doors or openings, Arist.HA628a13, Callix.1; κιβωτός prob. l. in IG12.330.2.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Thüren, Arist. H. A. 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

τετράθῠρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας θύρας ἢ ἀνοίγματα, ὀπάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 41, 5, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θύρες ή τέσσερα ανοίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»), πρβλ. ἑξά-θυρος].

Russian (Dvoretsky)

τετράθῠρος: снабженный четырьмя входными отверстиями (σφηκῶνες Arst.).