ἐγκράζω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
aor. ἐνέκρᾰγον: pf. -κέκρᾱγα:—
A to cry aloud at one, esp. in anger, τινί v.l. in Ar.Pl.428; ἐπί τινα v.l. in Th.8.84; φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγός Arist.Phgn.813b5.
German (Pape)
[Seite 709] (s. κράζω), auf Einen losschreien, τινί, Ar. Plut. 427 u. Sp.; ἐπί τινα, Thuc. 8, 84, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράζω: μέλλ. -κράξομαι: ― ἀόρ. ἐνέκρᾰγον: ― κράζω μεγαλοφώνως πρός τινα, ἰδίως μετὰ θυμοῦ, τινὶ Ἀριστ. Πλ. 428· ἐπί τινα Θουκ. 8. 84· φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 51.
French (Bailly abrégé)
seul. ao.2 ἐνέκραγον > part. ἐγκραγών, et pf. ἐγκέκραγα;
crier contre : τινι, ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐν, κράζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. ἐνέκραξαν l. de LXX Ps.106.6 en Chrys.M.55.667, aor. part. masc. plu. ἐγκραγόντες Men.Sic.211, Plu.Cor.39, fem. sg. ἐγκραγοῦσαν Plu.2.357c; perf. part. neutr. ἐγκεκραγός Arist.Phgn.813b5]
gritar c. ac. adverb. οὐ γὰρ ἂν τοσουτονὶ ἐνέκραγες ἡμῖν pues no nos darías tantos gritos Ar.Pl.428, μέγ' ἐγκραγόντες Men.l.c., c. inf. ὁ δ' αὐτῷ σιγᾶν ἐγκραγών I.BI 1.622, c. complet. ἐγκραγόντες οἱ θρασύτατοι ... ὡς οὐκ ἔστιν ... Plu.Cor.39, c. obj. dir. τοῦτον πόρρωθεν ἐγκραγών gritándole desde lejos como despedida, Synes.Ep.61
•part. c. valor abs. φωνοῦσιν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγός tienen una voz aguda y chillona Arist.l.c., cf. Plu.2.357c (= Eudox.Fr.290).
Greek Monolingual
ἐγκράζω (Α)
φωνάζω δυνατά, κράζω.
Greek Monotonic
ἐγκράζω: μέλ. -κράξομαι, αόρ. βʹ -έκρᾰγον· φωνάζω δυνατά σε κάποιον, τινί, σε Αριστοφ.· ἐπί τινα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκράζω: (aor. 2 ἔγκραγον) громко кричать (на кого-л.) (ἐπί τινα Thuc. и τινί Arph.): φωνεῖν ἐγκεκραγός (part. pf. n = adv.) Arst. говорить крикливым голосом.
Middle Liddell
fut. -κράξομαι aor2 -έκρᾰγον
to cry aloud at one, τινί Ar.; ἐπί τινα Thuc.