ἐνσωρεύω
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
A heap on or in, τῷ κολπώματι χρυσόν Sch.Pi.P.7Intr.:— Pass., σῖτος εἰς τὰ δώματ' -εύεται [Emp.]Sphaer.123.
German (Pape)
[Seite 853] darin anhäufen, Schol. Pind. 7, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσωρεύω: σωρεύω ἔν τινι, Ψευδο-Ἐμπεδ. ἐν Φαβρ. Ἑλλην. Βιβλ. 1, σ. 822, Κύριλλ. Ἀλ. ΙΧ. 1008Β.
Spanish (DGE)
amontonar, hacer acopio de, acumular τῷ κολπώματι χρυσόν Sch.Pi.P.7 proem., en v. pas. τοὺς ἐξ ἀγρῶν συλλεγέντας πόνους ἐνσωρεύειν ἀποθήκαις ταῖς ἄνω amontonar en los almacenes celestes las cosechas recogidas en los campos, Cyr.Al.M.72.268B, σῖτος ... εἰς τὰ δώματα Ps.Emp.Sphaer.123, fig. δυσφημιῶν ὄχλος ... τῷ βιβλίῳ Cyr.Al.Nest.proem. (p.14.34), cf. M.76.857A, 1008B.
Greek Monolingual
(AM ἐνσωρεύω) σωρεύω
σωρεύω μέσα σε κάτι, συσσωρεύω
αρχ.
παθ. ἐνσωρεύομαι
(για πλήθος) συρρέω, μαζεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνσωρεύω: нагромождать Emped.