ἐπαναπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 15:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναπήγνῡμι Medium diacritics: ἐπαναπήγνυμι Low diacritics: επαναπήγνυμι Capitals: ΕΠΑΝΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epanapḗgnymi Transliteration B: epanapēgnymi Transliteration C: epanapignymi Beta Code: e)panaph/gnumi

English (LSJ)

   A fix in or on:—Med., δούρατ' ἐπαμπήξασθαι fix their spears in the ground, Orph.A.319.

German (Pape)

[Seite 900] (s. πήγνυμι), daran u. darauf befestigen, ἐπαμπήξασθαι Orph. Arg. 317.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναπήγνῡμι: καὶ ποιητ. ἐπαμπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐμπήγω τι εἴς τι, Μέσ., δούρατ’ ἐπαμπήξασθαι βύρσῃ τε σπλάγχοισί τε, νὰ ἐμπήξωσι τὰ δόρατα εἴς τε τὸ δέρμα καὶ τὰ σπλάγχνα (τοῦ ταύρου ὂν ἔθυσαν), Ὀρφ. Ἀργον. 317.

Greek Monolingual

ἐπαναπήγνυμι και ποιητ. τ. ἐπαμπήγνυμι (Α)
μπήγω μέσα σε κάτι, κυρίως στο έδαφος.