ἀδηλόω
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
A render invisible:—Pass., to be obliterated, Tab.Heracl.1.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλόω: ποιῶ τινα ἄδηλον· παθ., ἀγνώριστος γίνομαι, ἀπαλείφομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 57, Φίλων Ἰουδ. 1, 539.
Spanish (DGE)
ocultar, tapar en v. pas. hως μὴ καταλυμακωθὴς ἀδηλωθείη para que no quede oculto cubierto por el fango (un cipo) TEracl.1.57 (IV a.C.), τὰ κεκρυμμένα νῦν καὶ ἀδηλούμενα ... ἀπογυμνώσει Ph.2.310.