ἀντίπυγος

From LSJ
Revision as of 13:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπῡγος Medium diacritics: ἀντίπυγος Low diacritics: αντίπυγος Capitals: ΑΝΤΙΠΥΓΟΣ
Transliteration A: antípygos Transliteration B: antipygos Transliteration C: antipygos Beta Code: a)nti/pugos

English (LSJ)

ον,    A rump to rump, Arist.HA540a14,542a16.    2 c. gen., turned away from, λιμὴν ἀ. λιμένος Scyl.46, cf. 108.

German (Pape)

[Seite 260] (πυγή), mit zugekehrtem Hintern, Arist. H. A. 5, 2. 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπυγος: -ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ἐστραμμένην πρὸς ἄλλην πυγήν, ἐπὶ τῆς ὀχεύσεως ζῴων τινῶν, ὀχεύει οὐκ ἀντίπυγος Ἀριστοτ. Ι. Ζ. 5. 2, 8., συμπλέκεται ἀντίπυγα αὐτόθι 5. 8, 4· πρβλ. πυγηδόν.

Spanish (DGE)

-ον
1 grupa contra grupade los camellos ὁ ἄρρην ὀχεύει, οὐκ ἀντίπυγος Arist.HA 540a14
neutr. plu. como adv. por la parte trasera συμπλέκεται ἀντίπυγα Arist.HA 542a16.
2 que está de espaldas a c. gen. Ἀχίλλειος λιμὴν καὶ ἀντίπυγος τούτου Ψαμαθοῦς λιμήν Scyl.Per.46.

Greek Monolingual

ἀντίπυγος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου
2. ο απέναντι, ο αντικρινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπῡγος: обращенный тыльной частью (τὰ φαλάγγια συμπλέκεται ἀντίπυγα Arst.).