ἀντωνυμία

From LSJ
Revision as of 14:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνῠμία Medium diacritics: ἀντωνυμία Low diacritics: αντωνυμία Capitals: ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: antōnymía Transliteration B: antōnymia Transliteration C: antonymia Beta Code: a)ntwnumi/a

English (LSJ)

ἡ,    A pronoun, D.H.Comp.6, Plu.2.1009c, etc.; περὶ ἀντωνυμίας, title of work by A.D.    II interchange of names, Dam.Pr.73.

German (Pape)

[Seite 265] (ὄνομα), ἡ, das Pronomen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνῠμία: ἡ, «ὁριστέον ουν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε· ‘λέξιν ἀντ’ ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν, διάφορον κατὰ τὴν πτῶσιν καὶ ἀριθμόν, ὅτι καὶ γένους ἐστὶ κατὰ τὴν φωνὴν ἀπαρέμφατος’» Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 10Α, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Πλούτ. 2. 1009C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
t. de gramm. pronom personnel.
Étymologie: ἀντώνυμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 gram. pronombre D.H.Comp.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.in SE 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.E.Th.2.19, Gr.Shorthand Man.624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.Pron.3.
2 sustituto, sinónimo de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.Pr.73.

Greek Monolingual

η (AM ἀντωνυμία)
κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωνυμία < -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμία μετωνυμία κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀντωνῠμία: ἡ грам. местоимение Plut.