ἐκβιβαστής
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who executes a sentence, Aq.De.16.18, Lyd.Mag.3.11,12, Cod.Just.3.2.4.2.
German (Pape)
[Seite 754] ὁ, der Aussetzer, Ausführer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβῐβαστής: -οῦ, ὁ, ὑπηρέτης προσεδρεύων τῷ δικαστῇ, ὅστις μετὰ τὴν ἀπόφασιν ἐξεβίβαζε τὰ ἀποφανθέντα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 jur. escriba, secretario de un tribunal de justicia, Aq.De.16.18.
2 biz. procurador, abogado trad. de lat. executor τῆς λαμπρᾶς Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως PLaur.159.3 (V d.C.), τῆς Ἀρκάδων ἐπαρχίας POxy.4399.4 (VI d.C.), cf. Lyd.Mag.3.11, ἐ. τοῦ πράγματος trad. de lat. executor negotii, PMasp.32.27 (VI d.C.), cf. PKlein.Form.983 (IV/V d.C.), Cod.Iust.3.2.4.2, Iust.Nou.112.2, 124.3, POxy.1879.6, 1881.5 (ambos V d.C.), PSI 891.4 (V/VI d.C.).
Greek Monolingual
ο (AM ἐκβιβαστής)
νεοελλ.
αυτός που ξεφορτώνει πλοία
αρχ.
αυτός που εκτελεί μια απόφαση, ο δικαστικός κλητήρας.