ἐντρυγάω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A gather grapes in, Moeris s.v. ἄρριχος.
German (Pape)
[Seite 859] die Trauben hineinlesen, εἴς τι, Moeris v. ἄῤῥιχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρῠγάω: τρυγῶ ἐντός τινος, «ἄρριχος, κόφινος πυκνός, εἰς ὃν ἐνετρύγων» Μοῖρις σ. 55.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐντρυκ- PPrincet.39.7 (III d.C.)
agr. recolectar, almacenar lo vendimiado en κόφινος πυκνός, εἰς ὃν ἐνετρύγων Moer.α 115
•recolectar, cosechar σικύρια PPrincet.l.c.
•fig. τὰ θεῖα λόγια τῶν διδασκάλων ἐν τῷ καρτάλλῳ τῆς ἀκοῆς ἐντρυγήσας Chrys.M.61.739.