ἐπικαταρρέω

From LSJ
Revision as of 19:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταρρέω Medium diacritics: ἐπικαταρρέω Low diacritics: επικαταρρέω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΡΡΕΩ
Transliteration A: epikatarréō Transliteration B: epikatarreō Transliteration C: epikatarreo Beta Code: e)pikatarre/w

English (LSJ)

   A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3.    II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.

Greek Monolingual

ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταρρέω: (aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать (ἑπτὰ τραύματα λαβὼν πολλοῖς ἐπικατερρύη νεκροῖς Plut.).

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to fall down upon, τινί Plut.