κλυτοφεγγής
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ές, A brightly-beaming, Man.2.148.
German (Pape)
[Seite 1458] ές, herrlich leuchtend, ἀστέρες Maneth. 2, 148.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοφεγγής: -ές, λαμπρῶς φωτίζων, ἀστέρες κλυτοφεγγεῖς Μανέθων 2. 148.
Greek Monolingual
κλυτοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο-φεγγής, λαμπρο-φεγγής].