δισχιδής

From LSJ
Revision as of 19:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισχῐδής Medium diacritics: δισχιδής Low diacritics: δισχιδής Capitals: ΔΙΣΧΙΔΗΣ
Transliteration A: dischidḗs Transliteration B: dischidēs Transliteration C: dischidis Beta Code: disxidh/s

English (LSJ)

ές, (σχίζω)    A cloven-hoofed, opp. ἀσχιδής, πολυσχιδής, Arist.HA499b9.    2 cloven, ποδότης Id.PA642b29.    3 divided, parted, κόμη Callistr.Stat.7; ὁδός Trag.Adesp.338. Adv. -δῶς Dosith.p.412K.    4 branching, of arteries, etc., Gal.UP16.10, etc.

Greek (Liddell-Scott)

δισχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς δύο ἐσχισμένον ἔχων τὸν ἄκρον

Spanish (DGE)

(δισχῐδής) -ές
I 1dividido, hendido, partido ποδότης Arist.PA 642b29, ὁδός Trag.Adesp.338, κόμη Callistr.7
fig. (ψεῦδος) διπλοῦν ... καὶ δ. Them.Or.21.259a.
2 de pezuña hendida, patihendido τὰ τετράποδα Arist.HA 499b9.
3 medic. escindido ἀπόφυσις Gal.2.378, cf. 4.324, de un músculo, Gal.18(2).1021.
II adv. -ῶς de manera dividida Dosith.412.16.

Greek Monolingual

-ές (AM δισχιδής, -ές)
ο σχισμένος στα δύο, διχαλωτός
αρχ.
Ι. ο χωρισμένος στα δύο
II. επίρρ. δισχιδόν
με διχασμό, με διχαλωτή μορφή.

Russian (Dvoretsky)

δισχῐδής: с раздвоенным (расщепленным) копытом (sc. ζῷον Arst.): ἡ ποδότης δ. Arst. парнокопытность.