κάχρυς

Revision as of 17:51, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ῠος (acc.

   A κάχρυδα Dieuch. ap. Orib.4.7.7, gen. υδος ib.20), ἡ, parched barley, Cratin.274, Hp.Mul.1.97, Ar.Nu.1358, V.1306, Gal.11.404.    2 winter-bud, Thphr.HP3.5.5, 5.1.4: acc.pl., τὰς κάχρυς ib.3.14.1.    II neut. κάχρυ, τό, fruit of λιβανωτίς, ib.9.11.10, Ph.Bel.86.23, Dsc.3.74 (v.l. κάγχρυς); also, the whole plant, Ps.- Dsc.l.c.; κάχρυος ῥίζα Hp.Nat.Mul.32, Philum.Ven.6.1.

German (Pape)

[Seite 1409] υος, ἡ (richtigere Schreibart für κάγχρυς ), geröstete Gerste, Ar. Nubb. 1358; φρύγουσιν ἤδη τὰς κάχρυς τοῖς κύρβεσιν Plut. Sol. 25; Strab. XV, 731; ὥςπερ καχρύων ὀνίδιον εὐωχημένον Ar. Vesp. 1304; Sp. – Die Frucht- oder Blüchenähre des Rosmarin u. ähnlicher Pflanzen, Theophr. – Der Ansatz zu den Blüthenkätzchen am Nußbaum u. anderen Bäumen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάχρυς: (οὐχὶ κάγχρυς), ῠος, ἡ, ἐξηραμμένη ἢ πεφρυγμένη κριθὴ (πρὸς εὐχερεστέραν ἀλευροποιΐαν, Εὐστάθ.), ἐξ ἧς κατασκευάζετο ἡ χονδροαλεσμένη κριθὴ (ἄλφιτα), Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139, Ἀριστοφ. Σφ. 1306, Νεφ. 1358. ΙΙ. ἐπὶ διαφόρων σπόρων, ὁ κυψελώδης καρπὸς τῆς λιβανωτίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10, Διοσκ. 3. 87· τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα ἢ τὰ ἄνθη (amenta) καρύων καὶ ἄλλων τοιούτων καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4., 14. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
I. orge grillée, d’ord. au pl. αἱ κάγχρυες;
II. p. anal. 1 graine sèche de certaines plantes (romarin, etc.);
2 bourgeon de certains arbres (pin, etc.).
Étymologie: cf. κέγχρος.

Greek Monolingual

κάχρυς, -ος, ἡ (Α)
1. το καρβουντισμένο κριθάρι
2. τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών
3. (για φυτό) α) κάλυκας
β) βλαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάχρυς, όπως και το κάχρυ, συνδέεται πιθ. με κέγχρος. Η υπόθεση κατά την οποία συνδέονται με τη λ. κάγκονος «ξηρός», παρά τη σημασιολογική συγγένεια, δεν φαίνεται πιθανή, λόγω της παρουσίας του δασέος συμφώνου].

Greek Monotonic

κάχρῠς: -ῠος, ἡ, καψαλισμένο, καβουρντισμένο κριθάρι, από το οποίο φτιαχνόταν το κριθάρι του οποίου οι σπόροι γίνονταν στρογγυλοί με το τρίψιμο (ἄλφιτα), σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάχρυς -υος, ἡ [~ κέγχρος] acc. plur. κάχρυς, gerst (graansoort).

Russian (Dvoretsky)

κάχρῠς: ῠος (ᾱ) ἡ преимущ. pl. сушеные ячменные зерна Arph., Cratinus ap. Plut.

Frisk Etymological English

-υος
Grammatical information: f.
Meaning: parched barley (IA.), winter-bud (Thphr.); κάχρυ n. fruit of the frankincense-tree, also the tree itself (Hp., Thphr., Dsc.).
Other forms: -υδος, -υδα Dieuch. ap. Orib.
Compounds: As 1. member καχρυο-φόρος with winter-buds (Thphr.), καχρυ-φόρος carrying κάχρυ (Nic.; adjunct of λιβανωτίς).
Derivatives: καχρυώδης like winter-buds (Thphr.), καχρυόεις = καχρυφόρος (Nic.); καχρύδια pl. chaff of the κάχρυς (Arist.; on the formation Chantraine Formation 70), καχρυδίας m. κάχρυς-like (πυρός, Thphr.), made of κάχρυς (ἄρτος, Poll.); καχρυδιάζομαι bud in winter (Cat. Cod. Astr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Since Persson Studien 103 and 124 connected with κέγχρος millet. However, the meaning points rather towards parched, dry, which suggests connection with κάγκανος; but this is prohibited by the χ. - Fur. 277 points to κάγχρυς (-ύδιον, -υδίας); this would give *ka(g)g(h)ru-, with prenasalization; he also connects κέγχρος, but see the objection above and s.v.

Middle Liddell

κάχρῠς, ῠος, ἡ,
parched barley, from which pearl-barley (ἄλφιτἀ was made, Ar. {{FriskDe |ftr=κάχρυς: -υος (-υδος, -υδα Dieuch. ap. Orib.)
{kákhrus}
Grammar: f.
Meaning: geröstete Gerste (ion. att.), Winterknospe (Thphr.); κάχρυ n. Frucht des Weihrauchbaumes, auch der Baum selbst (Hp., Thphr., Dsk. u. a.).
Composita : Als Vorderglied καχρυοφόρος Winterknospen tragend (Thphr.), καχρυφόρος [[das κάχρυ tragend]] (Nik.; Beiwort der λιβανωτίς).
Derivative: Ableitungen: καχρυώδης Winterknospen ähnlich (Thphr.), καχρυόεις = καχρυφόρος (Nik.); καχρύδια pl. [[Spreu der κάχρυς (Arist.; zur Bildung Chantraine Formation 70), καχρυδίας m. ‘κάχρυς-ähnlich’ (πυρός, Thphr. u. a.), [[aus κάχρυς gemacht]] (ἄρτος, Poll.); καχρυδιάζομαι im Winter hervorsprießen (Cat. Cod. Astr.).
Etymology : Seit Persson Studien 103 und 124 zu κέγχρος Hirse gezogen, s. ebd. Die Bedeutung weist aber eher in die Richtung von geröstet, trocken, was eine Verbindung mit κάγκανος nahe legen würde; dagegen verstößt jedoch das χ.
Page 1,805 }}