μυρμηκολέων

From LSJ
Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκολέων Medium diacritics: μυρμηκολέων Low diacritics: μυρμηκολέων Capitals: ΜΥΡΜΗΚΟΛΕΩΝ
Transliteration A: myrmēkoléōn Transliteration B: myrmēkoleōn Transliteration C: myrmikoleon Beta Code: murmhkole/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ,    A ant-lion, LXX Jb.4.11.

German (Pape)

[Seite 220] οντος, ὁ, der Ameisenlöwe, LXX., wo es Andere auch von einer unbestimmten Art Löwen erklären.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκολέων: -οντος, ὁ, ὄνομα ζῴου παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰὼβ Δ΄, 11), ποικίλως ἑρμηνευόμενον, ἰδὲ Bochart Hierozoïc. 2, σελ. 813.

French (Bailly abrégé)

έοντος (ὁ) :
fourmilion insecte.
Étymologie: μύρμηξ, λέων.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυρμηκολέων)
νεοελλ.
βλ. μυρμηλέων
μσν.
πιθ. είδος μυθικού ζώου με δύο φύσεις, λιονταριού και μυρμηγκιού
αρχ.
είδος λιονταριού ή, κατά διάφορη ερμηνεία, είδος μυρμηκοφάγου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + λέων (πρβλ. αγγλ. myrmeleon)].