μηλοτρόφος

From LSJ
Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοτρόφος Medium diacritics: μηλοτρόφος Low diacritics: μηλοτρόφος Capitals: ΜΗΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: mēlotróphos Transliteration B: mēlotrophos Transliteration C: milotrofos Beta Code: mhlotro/fos

English (LSJ)

ον,

   A sheep-feeding, Ἀσίη Archil.26; Ἀσίς A.Pers.763; Ἀρκαδία B.10.95; Λιβύη Orac. ap. Hdt.4.155.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe nährend; Ἀσία, Archil. frg. 89; Aesch. Pers. 749; sp. D., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πρόβατα, Ἀσίη Ἀρχίλ. 22· Λιβύη χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· Ἀσὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 763· κατ’ Ἀρκαδίαν μηλοτρόφον Βακχυλ. Χ, 95, Blass· ποιμὴν Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des brebis ou des troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, τρέφω.

Greek Monolingual

μηλοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

μηλοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει πρόβατα, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μηλοτρόφος: питающий овец (Λιβύη Her.; Ἀσίς Aesch.).

Middle Liddell

μηλο-τρόφος, ον
sheep-feeding, Orac. ap. Hdt., Aesch.