πεζέταιροι

From LSJ
Revision as of 15:43, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζέταιροι Medium diacritics: πεζέταιροι Low diacritics: πεζέταιροι Capitals: ΠΕΖΕΤΑΙΡΟΙ
Transliteration A: pezétairoi Transliteration B: pezetairoi Transliteration C: pezetairoi Beta Code: peze/tairoi

English (LSJ)

οἱ,    A foot-guards in the Macedon. army (cf. ἑταῖρος), D.2.17, Anaximen. Lampsac.4J., Plu.Flam. 17, 2.197c.

German (Pape)

[Seite 542] οἱ, eine aus erlesenem Fußvolk gebildete, zu einer Art Leibwache bestimmte Schaar im macedonischen Heere, zum Unterschiede von den Garde-Reitern, die schlechtweg ἑταῖροι heißen, Dem. 2, 17, Plut. Flam. 17. In B. A. 289 wird erkl. οἱ περὶ τὸ σῶμα τοῦ Φιλίππου φρουροί· ἦσαν δὲ οὗτοι καὶ πρῶτοι καὶ ἰσχυροί.

Greek (Liddell-Scott)

πεζέταιροι: οἱ, οἱ πεζοὶ σωματοφύλακες τοῦ Μακεδον. στρατοῦ, οἱ δὲ ἔφιπποι σωματοφ. ἐκαλοῦντο ἁπλῶς ἑταῖροι, Δημ. 23, 2, Πλουτ. Φλαμιν. 17., 2. 197C· πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδ. τ. 5. σ. 179. - Κατὰ Φώτ. «Πεζέταιροι: Δημοσθένης ἐν Φιλιππικοῖς· Ἀναξιμένης δὲ ἐν πρώτῳ Φιλιππικῶν περὶ Ἀλεξάνδρου λέγων φησίν· ἔπειτα τοὺς μὲν ἐνδοξοτάτους ἱππεύειν συνεθίσας, ἑταίρους προσηγόρευσεν, τοὺς δὲ πλείστους καὶ τοὺς πεζούς .. πεζεταίρους ὠνόμασεν».

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
fantassins gardes du corps du roi de Macédoine.
Étymologie: πεζός, ἑταῖρος.

Greek Monolingual

και πεζαίτεροι, οι, ΝΜΑ
οι πεζοί σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων, σε αντιδιαστολή προς τους εφίππους που ονομάζονταν εταίροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἑταῖρος.

Greek Monotonic

πεζέταιροι: οἱ, οι πεζοί στρατιώτες στο Μακεδονικό στρατό· οι ιππείς λέγονταν ἑταῖροι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πεζέταιροι: οἱ пешая гвардия (в Македонии) Dem., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζέταιροι -ων, οἱ [πέζα, ἑταῖρος] voetgarde (bij de Macedoniërs).

Middle Liddell

πεζ-έταιροι, οἱ,
the foot-guards in the Macedon. army, the horse-guards being ἑταῖροι, Dem.